- Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν-
- (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του μουσικές με τον πατέρα του, ο οποίος προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το έμφυτο ταλέντο του γιου του, για να δημιουργήσει ένα «παιδί - θαύμα» και να επαναλάβει στις αυλές και στα μουσικά κέντρα της Ευρώπης την επιτυχή σταδιοδρομία του Μότσαρτ.
Ο Μ. όμως, αν και ικανότατος στην τέχνη του πιάνου, αποδείχτηκε περισσότερο «παιδί-θαύμα» στην εκδήλωση ενός πρώιμου αισθήματος ανεξαρτησίας και καλλιτεχνικής ελευθερίας και στη συναίσθηση ενός βαθύτερου ηθικού καθήκοντος που έπρεπε να εκπληρώσει. Και σ’ αυτήν την αποφασιστική στάση του απέναντι στη ζωή και στην τέχνη βρίσκεται το μεγαλείο και η πρωτοτυπία του. Ωστόσο για να δικαιολογήσει κανείς τον πατέρα του Μ. για το είδος αυτό της ψυχικής τυραννίας, κάτω από την οποία ο συνθέτης πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι ακριβώς η πρώτη δημόσια συναυλία που οργάνωσε ο πατέρας του στην Κολονία, προσφεύγοντας ακόμα και στο τέχνασμα της μείωσης κατά δυο χρόνια της ηλικίας του παιδιού (δεν ήταν 6 αλλά 8 ετών), ήταν εκείνη που κίνησε γύρω από τον Μ. το ενδιαφέρον των δασκάλων και των μαικηνών. Ο Μ. εξακολούθησε, πράγματι, τα μαθήματα με τον Πφάιφερ, εξέχουσα μορφή συνθέτη και ομποΐστα, και κατόπιν με τους οργανίστες Βαν ντεν Έεντεν και Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε. Συγχρόνως σπούδασε βιολί, φοίτησε στο προπαρασκευαστικό σχολείο του γυμνασίου και μυήθηκε από τον Νέεφε στα νεότατα μουσικά κείμενα - πρακτικά και θεωρητικά - όπως Το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και η πραγματεία Η σωστή μέθοδος εκτέλεσης στο κλαβεσέν του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ, ο οποίος την εποχή εκείνη θεωρούνταν ως ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της μεγάλης αυτής μουσικής οικογένειας. Ο Νέεφε επίσης ήταν αυτός που διείδε στο παιδί έναν «νέο Μότσαρτ», και αυτό που είχε διαπιστώσει επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο τον Μότσαρτ, ο οποίος, όταν άκουσε τον δεκαεπτάχρονο Μπ. στο πιάνο είπε: «Προσέξτε: πιστεύω ότι θα κάνει τον κόσμο να μιλήσει γι’ αυτόν». Την εποχή εκείνη, ενώ ο Μότσαρτ ήταν απασχολημένος με τη σύνθεση της όπεράς του Ντον Τζοβάνι, ο Μ., που είχε στο μεταξύ καταλάβει τη θέση του βοηθού οργανίστα της αυλής, βρισκόταν ήδη στο κορύφωμα της πάλης του με τη μοίρα: είχε πεθάνει η μητέρα του, ο πατέρας του είχε τεθεί υπό δικαστική απαγόρευση λόγω αλκοολισμού και βρέθηκε στην ανάγκη να φροντίσει τα μικρότερα αδέλφια του. Αποκτώντας περισσότερη εκτίμηση από τους πνευματικούς και αριστοκρατικούς κύκλους, φίλος του κόμη του Βαλντσάιν - στον οποίο κατόπιν αφιέρωσε, μεταξύ άλλων, την περίφημη Σονάτα έργο 53, την επονομαζόμενη Αυγή, ο Μ. παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βόνης και σύχναζε στο σαλόνι της οικογένειας Μπρόικνανγκ, ως μουσικοδιδάσκαλος και ως πιστότατος ακροατής της ανάγνωσης των αριστουργημάτων του Ομήρου, του Σαίξπηρ, του Μίλτον, του Γκέτε, του Σίλερ, του Κλόπστοκ. Εγκατεστημένος στη Βιέννη, γνώρισε και εκτίμησε τον Χάιντν, του οποίου υπήρξε κάπως δύστροπος μαθητής, επωφελήθηκε από τις συμβουλές του Σαλιέρι και πολύ γρήγορα έγινε πρωταγωνιστής των μουσικών εσπερίδων που έδιναν στα μέγαρά τους οι επιφανέστερες οικογένειες της Βιέννης. Έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως πιανίστας και συνθέτης στις 29 Μαρτίου 1795. Το θριαμβευτικό αποτέλεσμα της συναυλίας του εξασφάλισε τα αναγκαία οικονομικά μέσα για την έκδοση των έργων του. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν οι περιοδείες του στη Νυρεμβέργη, Δρέσδη, Πράγα και Βερολίνο. Αλλά την ίδια εποχή παρουσιάστηκαν οι πρώτες διαταραχές της ακοής του. Έτσι η πνευματική τροχιά του Μ., που μόλις είχε ξεφύγει από τις στενοχώριες της θλιβερής οικογενειακής του κατάστασης, έπεσε στο δράμα εκείνο, από το οποίο προβάλλει η μορφή ενός Μ. ανθρώπινου, ηρωικού, αληθινά τιτανικού στο να βρίσκει λύσεις στην τραγωδία, με μόνο στήριγμα τη διανοητική και ηθική δύναμή του. Η απειλή να χάσει την ακοή του και αργότερα η ολική κώφωση θα χρωματίσει με μισανθρωπία τον απότομο χαρακτήρα του και θα τον αποτρέψει από του να δημιουργήσει μόνιμους συναισθηματικούς δεσμούς, τους οποίους απέφυγε και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήθελε να ανταποκριθεί καλύτερα στην υποχρέωση που είχε αναλάβει να φροντίσει τον ανιψιό του Κάρολο. Κυριευμένος από μια έντονη και πυρετώδη δημιουργική αδημονία, ο Μ. είχε ήδη συνθέσει στην περίοδο πριν από το 1803 - έτος κατά το οποίο θεωρείται συνήθως ότι κλείνει η πρώτη περίοδος του μπετοβενικού ύφους - έργα, που θα αρκούσαν να εξασφαλίσουν την τύχη ενός συνθέτη: τις πρώτες δυο συμφωνίες (η Πρώτη του 1799, η Δεύτερη του 1802), δεκαέξι σονάτες για πιάνο, τα δύο πρώτα κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα (του 1797 και του 1800 αντίστοιχα), την όπερα Φιντέλιο, που ανεβάστηκε το 1805 και πολλές φορές ξαναδουλεύτηκε, πολλά κουαρτέτα και άπειρες άλλες μουσικές συνθέσεις. Με βραδύτερο ρυθμό η δεύτερη φάση της τέχνης του Μ. (1803 -1815), αλλά ίσως πιο πλούσια σε αριστουργήματα, περιλαμβάνει το τέταρτο και πέμπτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα (του 1805 και του 1808 αντίστοιχα), την Τρίτη («Ηρωική», 1803), την Τέταρτη (1806), την Πέμπτη και την Έκτη («Ποιμενική» - και οι δύο τελευταίες το 1808), την Έβδομη και Όγδοη συμφωνία (και οι δύο το 1812), το κοντσέρτο για βιολί (1806), το περίφημο Tρίo, το επιλεγόμενο του Αρχιδούκα (1811), μουσική για τον Έγκμοντ (1810), κουαρτέτα, σονάτες για πιάνο κλπ.
Στα χρόνια από το 1816 έως το 1827, που συνήθως χαρακτηρίζονται ως τρίτη περίοδος της μπετοβενικής τέχνης, σημειώνεται η τελειοποίηση του μουσικού ύφους του συνθέτη. Είναι τα χρόνια με τη Missa Solemnis (1822), την Ενάτη συμφωνία (1823), τα τελευταία 5 κουαρτέτα, τις τελευταίες σονάτες για πιάνο. Σ’ αυτές τις σελίδες, τις τέλεια αποδεσμευμένες από το κλίμα του καιρού του, ο Μ., όλο και πιο κλεισμένος στον κόσμο της ολοκληρωτικής απώλειας της ακοής του (συνεννοείτο με τους φίλους του γραπτά), έχοντας οριστικά κλείσει τη μεγάλη μουσική εμπειρία του 18ου αι., προανήγγειλε και άνοιξε τον δρόμο της ρομαντικής περιόδου.
Άρρωστος από πνευμονία, στην οποία προστέθηκαν ηπατικές επιπλοκές και υδρωπικία, ο Μ., ύστερα από τρεις μήνες αγωνίας και πόνων, με τη συμπαράσταση λίγων φίλων και θαυμαστών, μεταξύ των οποίων ο Σούμπερτ, που έμελλε να τον ακολουθήσει ένα χρόνο αργότερα, πέθανε ένα θυελλώδες απόγευμα, στις 26 Μαρτίου 1827.
Έχοντας ουσιαστικοποιήσει όλη του τη μουσική δημιουργία, ο Μ. άφησε κληρονομιά στον κόσμο κυρίως τη συνείδηση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και του καλλιτέχνη. Ο Μ. είναι πάντοτε ο μοναδικός συνθέτης που ξεφεύγει από τα όρια της σύγκρισης, ακόμα και για την πολλαπλή αξία του έργου του, που συνήθως υποδιαιρείται – ήδη από τον 19o αιώνα - στις τρεις περιόδους δημιουργίας που αναφέρθηκαν. Στην παρουσίαση ο Μ. ως δημιουργού και ως ανθρώπου συνέβαλαν οι διασημότεροι συνθέτες, λογοτέχνες και ποιητές του ρομαντισμού: από τον Χόφμαν έως τον Μπερλιόζ, από τον Μέντελσον έως τον Σούμαν, από τον Λιστ έως τον Βάγκνερ, στον οποίο ανήκει η παρομοίωση της κωφότητας του Μ. προς τη φωτισμένη τυφλότητα του μάντη Τειρεσία και η ταύτιση της μουσικής του με το γερμανικό πνεύμα. Η ρομαντική και εθνικιστική έξαρση, με την οποία περιέβαλε ο Βάγκνερ τον Μ., ξεπεράστηκε σε νεώτερους χρόνους από τον Poμέν Ρολάν με τη σειρά των περίφημων βιβλίων που αφιέρωσε στη ζωή και στο έργο του. Σ’ αυτά απορρίπτεται η υποδιαίρεση του μουσικού ύφους του Μ. σε τρεις διαφορετικές δημιουργικές περιόδους, οι οποίες θεωρείται ότι εξαφανίζονται στη βαθιά ενότητα της μουσικής του μεγάλου συνθέτη, ο οποίος είναι πνεύμα παγκόσμιο.
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827), μια από τις μέγιστες μουσικές φυσιογνωμίες όλων των εποχών, σε πίνακα του Καρλ Στίλερ (1819).
Σελίδα της Ένατης Συμφωνίας του Μπετόβεν, που την έχει συνθέσει στα χρόνια της ωριμότητας του (1823).
Το πιάνο του Μπετόβεν, στο σπίτι όπου γεννήθηκε, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και τόπο συγκέντρωσης μελετητών και θαυμαστών.
Προμετωπίδα από την Τρίτη Συμφωνία, την επονομαζόμενη «Ηρωική», έργο του 1803.
Το μνημείο του Μπετόβεν στη γενέτειρα του Βόννη.
Dictionary of Greek. 2013.